- ογκώνω
- όγκωσα, ογκώθηκα, ογκωμένος, αυξάνω τον όγκο πράγματος, κάνω κάτι να μεγαλώσει σε έκταση ή ένταση: Ογκώθηκε το κύμα απεργιών στη χώρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ογκώνω — και ογκώ (ΑΜ ὀγκῶ, όω) [όγκος (Ι)] αυξάνω τον όγκο, εξογκώνω, διογκώνω, φουσκώνω, διαστέλλω (α. «το βαρημένον στήθος του ογκούται», Βαλαωρ. β. «τὸ πνεῡμα τὰς φλέβας ὀγκοῑ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. πρήζομαι από πολυφαγία («όγκωσα και δεν μπορώ να… … Dictionary of Greek
διαστέλλω — (AM διαστέλλω) 1. χωρίζω, ξεχωρίζω, διακρίνω κάτι από κάτι άλλο 2. διανοίγω, διευρύνω 3. χωρίζω πρόταση με κόμματα 4. (για σημεία τού σώματος) διευρύνω, αναπτύσσω, ανοίγω 5. ογκώνω, φουσκώνω, μεγαλώνω τις διαστάσεις αρχ. 1. διανοίγω κάτι… … Dictionary of Greek
ογκώ — ὀγκῶ, όω (ΑΜ) βλ. ογκώνω … Dictionary of Greek
όγκωση — η 1. ηπράξη και το αποτέλεσμα του ογκώνω, η αύξηση του όγκου, το φούσκωμα. 2. (ιατρ.) η αύξηση του όγκου μέρους του σώματος, το πρήξιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)